The nightmare before Christmas

Γράφει: Βαϊζίδου Χριστίνα- Βαϊζίδου Χριστίνα, Ψυχίατρος- Ψυχοθεραπεύτρια

Χριστούγεννα. Οι μπάλες και τα στολίδια περιμένουν έναν ολόκληρο χρόνο υπομονετικά στο πατάρι για να εκπληρώσουν το στόχο τους, να φωτίσουν και να χρωματίσουν το σπίτι μας και τη ζωή μας. Περιμένουν να πάρεις την απόφαση να κουβαλήσεις τη σκάλα και να κατεβάσεις το κουτί που μυρίζει υγρασία, που μυρίζει γιορτές. Οι φίλοι περιμένουν να πάρεις την απόφαση για να γιορτάσετε όπως παλιά, αναμοχλεύοντας τις αναμνήσεις, αναζωπυρώνοντας τα “θέλω” σου και τις ελπίδες που είχες θάψει όλο τον υπόλοιπο χρόνο σε ένα σεντούκι με αρώματα και μουσικές.

«Χριστούγεννα. Χωρίς αυτά ο χρόνος δεν ξεκινά…». Και κάπως έτσι μπαίνεις σε ένα κλίμα απλά διαφορετικό. Οι δρόμοι και τα σπίτια στολίζονται και περιμένεις τα λαμπιόνια να φωτίσουν τη ζωή σου, είτε αυτή είναι συναρπαστική και πέσουν πάνω της σαν προβολείς είτε είναι μονότονη και της προσδώσουν μία περαστική αίγλη. Χάρη σε μία πρωτόγνωρα παιδική αίσθηση ελπίζουμε ενδόμυχα να μας συμβεί κάτι μαγικό.

Δε θέλω να μιλήσω για τη μελαγχολία των γιορτών. Δεν υφίσταται πάντα. Για τον κάθε ένα οι γιορτές συνοδεύονται από ένα διαφορετικό συναισθηματικό πέπλο, που έχει κάθε δικαίωμα να μεταβάλλεται χρόνο με το χρόνο. Για εμένα τα Χριστούγεννα έχουν γεύση και άρωμα κανέλας, μουσική rock’n’roll και αναμνήσεις από ζεστές αγκαλιές, χαμόγελα, αγάπη, άλλοτε μελαγχολία και μια πινελιά από αγγελάκια στο χιόνι. Όπως και να έχει όμως κουβαλάνε μαζί τους προσδοκίες. Κι αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε κινήσεις, αποφάσεις και συναισθήματα.

Η περίοδος των γιορτών συνοδεύεται τις περισσότερες φορές από ένα νοητικό κατασκεύασμα, το σεντούκι του καθενός σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα ήθελε να περάσει τις γιορτές. Η εικόνα που έχουμε προσδιορίζεται με βάση το χαρακτήρα μας, τα οικογενειακά πρότυπα τα οποία αντιγράφουμε ή στα οποία θέλουμε να αντιταχθούμε και τα βιώματα, τις αναμνήσεις μας. Προκύπτει έτσι μια προσδοκία, μια επιθυμία, που σέρνει νωχελικά μαζί της μια ελπίδα. Οι εσωτερικευμένες φωνές που κάθε χρόνο καταπίνουμε, από όταν είμαστε μικρά παιδιά, ορίζουν τις ανάγκες μας για τις γιορτινές αυτές μέρες. Όταν οι συνθήκες δημιουργήσουν ένα πρόσφορο έδαφος εκπλήρωσης επιθυμιών, οι γιορτές θυμίζουν αμερικάνικη ταινία και ο Άγιος Βασίλης θα βρει ακόμη και μελομακάρονα κάτω από το δέντρο. Όταν οι συνθήκες αλλάζουν, όταν οι φίλοι σκορπίσουν, όταν ο έρωτας χαθεί, όταν η οικογένεια αποζητά ίσως κάτι διαφορετικό, οι ελπίδες γκρεμίζονται και στη γωνία καραδοκούν η απογοήτευση, η ματαίωση και η μελαγχολία, το «Χριστούγεννα… Κι ότι αρχίζω μου πηγαίνει στραβά» με άμεσο επακόλουθο συχνά αν όχι την προσπάθεια απομόνωσης, την αίσθηση εσωτερικής μοναξιάς.

Συνεχίζουμε. Χαρούμενοι και περιμένοντας τον Rudolf και τον Blitzen (“Where is Blitzen baby?”) ή με διακριτικό σύρσιμο της διάθεσης στα πατώματα, πάντως συνεχίζουμε. Φτιάχνουμε μελομακάρονα, στολίζουμε δέντρο, βλέπουμε χριστουγεννιάτικες ταινίες και ενδέχεται να πούμε ότι φέτος στις γιορτές «πρέπει» να περάσουμε καλά. Λέξη κλειδί που ίπταται ως ψυχαναγκασμός πάνω από τα κεφάλια μας, πασπαλίζοντας μας συχνά με μία άχνη άγχους. Φορτώνουμε το πρόγραμμά μας, αναζητούμε δώρα, περιμένουμε να λάβουμε τα ίδια. Προσδοκίες και πάλι. Επικίνδυνο στοιχείο, εύφλεκτο υλικό. Φέτος θέλουμε όλα να είναι διαφορετικά, όλα να είναι τέλεια, όλα να είναι όπως παλιά. Πάντως κάτι θέλουμε.

Βρισκόμαστε με φίλους, με συγγενείς. Εναποθέτουμε εκεί τις ελπίδες μας για κέφι, για οικειότητα. Προσπαθούμε να αναπληρώσουμε το χαμένο χρόνο. Μας έφαγε η καθημερινότητα και τώρα καθόμαστε στο γιορτινό τραπέζι ή στη γιορτινή μπάρα για εντατική σύσφιξη σχέσεων. Κάποιες φορές τα καταφέρνουμε και όλα είναι όπως παλιά, ερχόμαστε κοντά, χαιρόμαστε, αγκαλιαζόμαστε, χαμογελάμε. Και άλλες μένουμε με το άγχος μίας εγγύτητας που χάθηκε ή με την απορία του «πώς αλλάξαμε έτσι?».

Σε μία μελέτη του 1980 σε φοιτητές στην περιοχή του Σικάγο σχετικά με τα συναισθήματα των εορτών, τα τρία θέματα που αναδύθηκαν πιο συχνά ήταν η μοναξιά, το άγχος και η αίσθηση του αβοήθητου. Το συμπέρασμα της έρευνας ήταν ότι ο παράγοντας, ο οποίος σχετίζεται πιο στενά με τη μελαγχολία των εορτών, είναι ο μύθος που επικρατεί ότι την περίοδο των Χριστουγέννων όλοι περνούν όμορφα μέσα σε ένα κλίμα οικογενειακής θαλπωρής, το άγχος που δημιουργεί και η διάψευση εν τέλει πολλές φορές αυτών των επίπλαστων κοινωνικά επιβεβλημένων προσδοκιών (Peretti PO. Holiday depression in young adults. Psychologia. 1980;23:251–255). Σε παρόμοια συμπεράσματα οδηγήθηκε και η καναδική μελέτη του 1999, αναφέροντας ως συχνότερους αγχογόνους παράγοντες κατά την εορταστική περίοδο τη μοναξιά (40%) και την έλλειψη της οικογένειας (38%) (Velamoor VR, Voruganti LP, Nadkarni NK., Feelings about Christmas, as reported by psychiatric emergency patients, Soc Beh Pers. 1999;27:303–308).

Και κάπως έτσι, αφού έχουμε φάει τη γαλοπούλα, έχουμε ακούσει τα κάλαντα και έχουμε χορέψει στους ρυθμούς των Χριστουγέννων, οδεύουμε προς την Πρωτοχρονιά. Πυροτεχνήματα, δώρα που περιμένουν υπομονετικά κάτω από το δέντρο μαζί με ένα κομμάτι παιδικότητας και την απεγνωσμένη ανάγκη της έκπληξης, για να ξετυλιχτούν. Αγκαλιές, φιλιά, ευχές για καλή χρονιά, για αλλαγές, για την εκπλήρωση των πιο τρελών επιθυμιών μας.

Πρωτοχρονιά λοιπόν. Οδυνηρή στιγμή απολογισμού του παλιού χρόνου που πάει, έφυγε ανεπιστρεπτί. Παίζεις δυο νότες στο πιάνο και αναρωτιέσαι, γιατί «ας γιορτάσουμε παιδιά»; Ο χρόνος πέρασε και δε θα γυρίσει πια κι αυτό αυτόματα θέτει πολλούς σε μία διαδικασία ετήσιας ανασκόπησης, όχι του τύπου που κατασκευάζει το φατσοβιβλίο για εμάς κρατώντας χαρούμενες στιγμές αλλά προσωπικής ανασκόπησης και προβληματισμού. Μάλιστα, μελέτες κατέδειξαν αύξηση της τάσης αυτοτραυματισμού σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού την Πρωτοχρονιά (Helen Bergen, Keith Hawton 2007). Καθότι προφανώς το αποτέλεσμα του απολογισμού δεν είναι πάντοτε ευχάριστο.

«…Γιορτάζω για να αλλάξουμε οριστικά» λοιπόν. Και κάνω και new year’s resolutions, σχέδια, παίρνω ριζικές αποφάσεις και βάζω στόχους βρε παιδί. Η ιδέα των αποφάσεων της πρωτοχρονιάς δεν είναι καινούρια. Ήδη στην αρχαία Βαβυλωνία υπήρχε ένα τελετουργικό υποσχέσεων σχετικά με χρέη που έπρεπε να καλυφθούν και υποχρεώσεις που έπρεπε να εκπληρωθούν στα πλαίσια του νέου έτους. Παρόμοιες υποσχέσεις έδιναν στο Θεό Ιωνά στην αρχαία Ρώμη. Προκειμένου λοιπόν να μη χαλάσουμε την παράδοση, στεκόμαστε μπροστά στο κατάφωτο χριστουγεννιάτικο δέντρο, κλείνουμε τα μάτια μας και παίρνουμε αποφάσεις. Αποφάσεις τις οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα εγκαταλείψουμε ήδη λίγες μέρες μετά. Με βάση το Statistic Brain Research Institute μόλις 9.2 % των Αμερικανών που προέβη σε ανάλογες αποφάσεις θεωρεί ότι τελικά πέτυχε τους πολυπόθητους στόχους (Statistic Brain, 2017). Οι συχνότερες των αποφάσεων αφορούν σε απώλεια βάρους και διατροφικές συνήθειες (21.4%), σε βελτίωση προσωπική ή γενικότερα των συνθηκών ζωής (12.3%) και σε οικονομικά ζητήματα (8.5%) (Statistic Brain, 2017).

Θέτουμε συνήθως στόχους σχεδόν καταδικασμένοι να αποτύχουμε και ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις μέχρι τότε συνήθειές μας. Παρασυρόμενοι από το άγχος του απολογισμού της χρονιάς, την πίεση του χρόνου και την ενθουσιώδη ενέργεια του λευκού ποινικού μητρώου της χρονιάς που έρχεται, δεν κάνουμε ένα σχέδιο. Κάνουμε λίστα και υπερβάλλουμε εαυτόν. Κι όμως υπάρχουν ορισμένα «μυστικά» που αυξάνουν την πιθανότητα να φτάσουμε στο τέρμα που επιλέγουμε. Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Σε κάθε στόχο που θέτουμε είναι καλό να αναρωτηθούμε γιατί τον θέτουμε και να δούμε αν όντως ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας. Είναι υποβοηθητικό να προσδιορίζουμε σαφώς τους στόχους μας ως προς το μέτρο αλλά και το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να υλοποιηθούν. Όπως συμβαίνει συνήθως, είναι βοηθητικό επίσης να τους μοιραζόμαστε με ανθρώπους, οι οποίοι θα λειτουργούν ως κινητή υπενθύμιση των όσων σιωπηλά υποσχεθήκαμε στον εαυτό μας.

Και τέλος ίσως το πιο σημαντικό: εφόσον μπείτε μέσα στον «εφιάλτη των Χριστουγέννων» φερθείτε όπως ο Jack Skellington. Μην αναπολείτε μόνο αλλά ψάξτε και το καινούριο, το υπερβατικά τρελό. Ζήστε τον «εφιάλτη». Και μη μετανιώνετε για τα πάντα όσο καταστροφικά και αν υπήρξαν. «So, many years later I thought I’d drop in and there was old Jack still looking quite thin. And I asked old Jack, “Do you remember the night when the sky was so dark and the moon shone so bright? When a million small children pretending to sleep nearly didn’t have Christmas at all, so to speak? And would, if you could, turn that mighty clock back to that long, fateful night. Now, think carefully, Jack. Would you do the whole thing all over again knowing what you know now, knowing what you knew then? “». Και ο Jack, σεβόμενος τον εαυτό του, τις αναμνήσεις και τα λάθη του απάντησε χριστουγεννιάτικα “Wouldn’t you?”.

Καλές γιορτές.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία:

1η δημοσίευση: Animartists, http://www.animartists.com/2017/12/23/1-128/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *