Βαϊζίδου Χριστίνα, Ψυχίατρος- Ψυχοθεραπεύτρια
Το ανθρώπινο έντερο περιέχει μεγάλο αριθμό μικροοργανισμών. Έχουν απομονωθεί περισσότερα από 1×1014 μικροβιακά κύτταρα, τα οποία αποτελούν το λεγόμενο μικροβίωμα του εντέρου και εμπλέκονται σε ποικίλες λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού. Το μικροβίωμα του εντέρου κάθε ατόμου προσδιορίζεται από γενετικούς παράγοντες αλλά και από το φύλο, την ηλικία και τη διατροφή. Έχουμε μόλις πρόσφατα αρχίσει να κατανοούμε την έκταση του ρόλου που παίζει το μικροβίωμα του εντέρου στην υγεία.
Tα προβιοτικά από την άλλη είναι ουσίες αποτελούμενες από μικροοργανισμούς που ανήκουν στη φυσιολογική μικροχλωρίδα του εντέρου, βρίσκονται σε διάφορες τροφές ή σε συμπληρώματα διατροφής και μπορούν να ωφελήσουν ποικιλοτρόπως τη λειτουργία του οργανισμού, εξισορροπώντας τα βακτήρια του εντέρου.
Σε συνέχεια της χρήσης των προβιοτικών, το 2013 ο καθηγητής ψυχιατρικής Timothy Dinan και οι συνεργάτες του εισήγαγαν τον όρο “ψυχοβιοτικά”, για να περιγράψουν μία νέα κατηγορία προβιοτικών, αποτελούμενα από συγκεκριμένα στελέχη, που επηρεάζουν μεν θετικά το μικροβίωμα του εντέρου και τον εντερικό φραγμό αλλά και την επικοινωνία εντέρου- εγκεφάλου, έχοντας ως εκ τούτου θετική επίδραση στη διάθεση, τις γνωστικές λειτουργίες και το άγχος και πιθανή εφαρμογή στη θεραπεία ορισμένων ψυχικών διαταραχών, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη φαρμακοθεραπεία (Dinan et al, 2013, Evrensel et al. 2019).
Η κατεύθυνση αυτή, η οποία αφορά ουσιαστικά σε μία νέα θεραπευτική προσέγγιση ορισμένων ψυχιατρικών προβλημάτων προέκυψε από το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες έρευνες επιβεβαιώνουν την αμφίδρομη σύνδεση ανάμεσα στον εγκέφαλο και το έντερο (Bauer et al. 2019). Το σύστημα της επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο αυτά όργανα περιγράφεται με τον όρο “άξονας εντέρου- εγκεφάλου” (brain- gut axis). Ο μηχανισμός αλληλεπίδρασης του άξονα αυτού δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως αλλά περιλαμβάνει στοιχεία του νευρικού και μεταβολικού συστήματος, των ενδοκρινών αδένων και του ανοσοποιητικού συστήματος (Dinan et al, 2017).
Καταρχάς, το πνευμονογαστρικό νεύρο είναι ένα από τα μεγαλύτερα νεύρα που συνδέουν το έντερο με τον εγκέφαλό μας, στέλνοντας σήματα από το γαστρεντερικό σωλήνα προς τον εγκέφαλο και αντίστροφα σήματα σχετικά με την επαγόμενη αντίδραση (Bonaz et al. 2018).
Ο άξονας υποθαλάμου- υπόφυσης- επινεφριδίων είναι το πρωταρχικό νευροενδοκρινικό σύστημα απόκρισης στο stress. Η κορτιζόλη, η οποία θεωρείται ως κύρια ορμόνη του stress και παράγεται μετά από συγκεκριμένα εγκεφαλικά ερεθίσματα από το φλοιό των επινεφριδίων, υπερπαράγεται σε συνθήκες χρόνιου stress και μπορεί – μεταξύ των άλλων- να αυξήσει τη διαπερατότητα του γαστρεντερικού σωλήνα και να οδηγήσει σε αλλαγές στο μικροβίωμα. Από την άλλη, η ίδια η ανισορροπία στο μικροβίωμα του εντέρου μπορεί να οδηγήσει σε ενεργοποίηση του άξονα υποθαλάμου- υπόφυσης- επινεφριδίων και σε επαγόμενη αντίδραση στο stress, δημιουργώντας έτσι ουσιαστικά ένα φαύλο κύκλο.
Οι ανισορροπίες στο εντερικό μικροβίωμα έχουν συνδεθεί περαιτέρω με παρεκκλίνουσα αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος και υπερπαραγωγή φλεγμονωδών κυτοκινών, οι οποίες με τη σειρά τους φαίνεται ενδεχομένως να αυξάνουν το ρίσκο εμφάνισης ψυχιατρικών νόσων, όπως η κατάθλιψη.
Η επικοινωνία του εγκεφάλου με το έντερο γίνεται περαιτέρω και μέσω συγκεκριμένων χημικών ουσιών- νευροδιαβιβαστών, όπως η σεροτονίνη, η νοραδρεναλίνη, η ντοπαμίνη, η ακετυλοχολίνη και το γ- αμινοβουτυρικό οξύ (GABA), που παράγονται και από το εντερικό μικροβίωμα. Μάλιστα, το 90%–95% της σεροτονίνης ανευρίσκεται στο επιθήλιο του γαστρεντερικού σωλήνα και στους νευρώνες του εντερικού νευρικού συστήματος και φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο και στην κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα.
Στα πλαίσια όλων αυτών των παρατηρήσεων, που αφορούν στην ανατομική και βιοχημική επικοινωνία του εντέρου με τον εγκέφαλο, ξεκίνησε η δοκιμή χρήσης των ψυχοβιοτικών στη θεραπευτική προσέγγιση ορισμένων παθήσεων του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, όπως η κατάθλιψη, η νευρική ανορεξία, οι αγχώδεις διαταραχές, παθήσεις του φάσματος του αυτισμού, η νόσος του Parkinson και άλλες. Οι μέχρι τώρα μελέτες – αν και αρκετά μικρές από πλευράς αριθμού συμμετεχόντων- έδειξαν μία σαφή ψυχοτρόπο επίδραση, με πιθανή θετική επίπτωση στα επίπεδα κατάθλιψης και άγχους, περιορισμό των σχετιζόμενων με το άγχος συμπεριφορών, βελτίωση των συνυπαρχόντων γαστρεντερικών συμπτωμάτων, βελτίωση της μνήμης, βελτίωση της ποιότητας του ύπνου, περιορισμό επιθετικών συμπεριφορών σε ασθενείς που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού.
Τα ψυχοβιοτικά σκευάσματα, και κυρίως το Bifidobacterium infantis, έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως σε ασθενείς με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Η υψηλή συννοσηρότητα των ψυχιατρικών διαταραχών με τις παθήσεις του γαστρεντερικού συστήματος, όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, αποδίδονται ουσιαστικά στην επικοινωνία στο επίπεδο του άξονα εντέρου- εγκεφάλου, η οποία περιγράφηκε παραπάνω.
Ορισμένες μελέτες έχουν καταδείξει τις διαφορές στο εντερικό μικροβίωμα υγιούς πληθυσμού και ασθενών με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή (Yong et al. 2020), οδηγώντας σε εφαρμογή της χρήσης ψυχοβιοτικών στη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.
Από την άλλη, η χρόνια έκθεση σε αγχογόνους παράγοντες οδηγεί σε υπερέκκριση νοραδρεναλίνης, τροποποίηση του εντερικού μικροβιώματος και αυξημένη διαπερατότητα του εντέρου σε βακτήρια και τοξίνες, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση στη συνέχεια του άξονα υποθάλαμου- υπόφυσης- επινεφριδίων ως απάντηση στο stress και τη δημιουργία ενός ατέρμονος φαύλου κύκλου. Φαίνεται εξαιτίας αυτού, τα ψυχοβιοτικά να έχουν μια θετική επίδραση στο φάσμα των αγχωδών διαταραχών.
Μία πολλά υποσχόμενη κατεύθυνση των μελετών αφορά στην εφαρμογή των ψυχοβιοτικών στη θεραπεία της νευρικής ανορεξίας, με στόχο τη μείωση της γαστρεντερικής δυσφορίας και την αύξηση του σωματικού βάρους (Gröbner et al. 2022).
Οι μηχανισμοί με τους οποίους επιτυγχάνονται τα αποτελέσματα των ψυχοβιοτικών έχουν μελετηθεί μέχρι στιγμής πρωτίστως σε ποντίκια. Παρόλα αυτά, οι μέχρι τώρα μελέτες έδειξαν ότι τα μικροβιακά στελέχη των ψυχοβιοτικών δρουν μέσω της επίδρασης στον άξονα υποθαλάμου- υπόφυσης- επινεφριδίων, μέσω της επίδρασης στο ανοσοποιητικό σύστημα και της αντιφλεγμονώδους δράσης καθώς και μέσω της παραγωγής νευροδιαβιβαστών. Ορισμένες μελέτες κατέδειξαν μείωση των επιπέδων της κορτικοστερόνης- της ορμόνης του stress μετά τη λήψη συγκεκριμένων προβιοτικών. Άλλα σκευάσματα μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή GABA, επηρεάζοντας έτσι τα επίπεδα άγχους- φόβου. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η σύνθεση σεροτονίνης στο έντερο μπορεί να ρυθμιστεί με ορισμένα στελέχη μικροβίων. Σε ορισμένες μελέτες, τέλος, διαπιστώθηκε αύξηση των επιπέδων ντοπαμίνης και σεροτονίνης στον προμετωπιαίο φλοιό και το ραβδωτό σώμα του εγκεφάλου και σε άλλες, αύξηση των επιπέδων συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστών στον ιππόκαμπο του εγκεφάλου μετά από τη χρήση σκευασμάτων ψυχοβιοτικών.
Συνοψίζοντας, βρισκόμαστε σίγουρα μπροστά σε ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο, το οποίο χρήζει σίγουρα περαιτέρω μελέτης, θέτει όμως τις βάσεις μίας πιο ολιστικής και απελευθερωμένης παρενεργειών προσέγγισης ορισμένων παραμέτρων των ψυχικών ασθενειών. Συνολικά, πολυάριθμες μελέτες απέδειξαν ότι τα ψυχοβιοτικά δύνανται να παίξουν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο της διάθεσης, των νοητικών λειτουργιών, της μάθησης καθώς και των διαδικασιών της μνήμης. Οι ακριβείς μηχανισμοί βρίσκονται ακόμη υπό μελέτη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο ίδιος ο Ιπποκράτης είχε διατυπώσει την άποψη ότι οι ρίζες της καλής και της κακής υγείας βρίσκονται στο έντερο.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
- Dinan TG, Stanton C, Cryan JF. Psychobiotics: a novel class of psychotropic. Biol Psychiatry. 2013 Nov 15;74 (10):720-6. doi: 10.1016/j. biopsych.2013.05.001. Epub 2013 Jun 10. PMID: 23759244.
- Del Toro-Barbosa M, Hurtado-Romero A, Garcia-Amezquita LE, García-Cayuela T. Psychobiotics: Mechanisms of Action, Evaluation Methods and Effectiveness in Applications with Food Products. Nutrients. 2020 Dec 19;12(12):3896. doi: 10.3390/nu12123896. PMID: 33352789; PMCID: PMC7767237.
- Oroojzadeh, P., Bostanabad, S.Y. & Lotfi, H. Psychobiotics: the Influence of Gut Microbiota on the Gut-Brain Axis in Neurological Disorders. J Mol Neurosci 72, 1952–1964 (2022). https://doi.org/10.1007/s12031-022-02053-3